- αποδελτίωση
- [-ις (-εως)] η выписывание на карточки (для каталога, картотеки и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδελτίωση — η η καταγραφή σε δελτία χρήσιμων πληροφοριών για ορισμένο θέμα: Τελείωσα την αποδελτίωση του κυριότερου, για το θέμα μου, βοηθήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδελτίωση — η αναγραφή, καταχώριση λημμάτων σε δελτία, ταξινόμηση αρχείων με δελτία … Dictionary of Greek
αποδελτιώνω — [δελτίο] κάνω αποδελτίωση … Dictionary of Greek
δελτίωση — η [δελτιώ] η αποδελτίωση … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek